περιαγόραιος

περιαγόραιος
και περιαγοραῑος, ὁ, Ααυτός που συχνάζει στην αγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἀγορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιαγόραιος — haunter of the market place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγορευτής — ὁ, Α περιαγόραιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγορά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”